- κατευστοχώ
- κατευστοχῶ, -έω (AM)(επιτ. τ. τού ευστοχώ) βάλλω με ευστοχία, επιτυγχάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατευστοχῶ — κατευστοχέω to be quite successful pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατευστοχέω to be quite successful pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατευστοχέω to be quite successful pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατευστοχέω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευστοχία — κατευστοχία, ἡ (Α) [κατευστοχώ] (μτφ. για συλλογισμό) βολή στο κέντρο τού στόχου, επιτυχία τού στόχου … Dictionary of Greek